εὔκερως

εὔκερως
εὔκερω̆ς , εὐκέραος
with beautiful horns
adverbial (attic)
εὔκερω̆ς , εὐκέραος
with beautiful horns
masc/fem nom pl (attic)
εὔκερω̆ς , εὐκέραος
with beautiful horns
masc/fem nom/voc sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εύκερως — ων (Α εὔκερως, ων και ασυναίρ. εὐκέραος, ον, μτγν. τ. εὐκεράως, ων, ποιητ. τ. ἠΰκερος) νεοελλ. ζωολ. το θηλ. ως ουσ. η εύκερως γένος υμενόπτερων εντόμων αρχ. αυτός που έχει ωραία κέρατα. επίρρ... εὐκεράως (Α) με ωραία κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ +… …   Dictionary of Greek

  • Никейские соборы — церковные соборы, бывшие в г. Никее, в Вифинии. Из них наиболее замечательны: 1) Н. первый вселенский собор (325), по поводу ереси Ария. Александрийский епископ Александр, в одной из бесед своих с клиром, сказал, что Св. Троица есть в троице… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”